top of page

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ

ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Η Leishmania είναι ένα διφασικό πρωτόζωο της υφομοταξίας Mastigophora  και της τάξης Kinetoplastida, το οποίο προκαλεί την σπλαχνική και δερματική Λεϊσμανίωση ή Kαλά-Αζάρ (μαύρη νόσος)  στον σκύλο, τον άνθρωπο και σε πολλά άλλα θηλαστικά. Τα πρωτόζωα έχουν βρεθεί σε παραμεσογειακές χώρες, στην Νότια Αμερική, την Ασία και την Αφρική.  Η Leishmania sp. χωρίζεται σε διάφορα είδη και υπο-είδη με το πιο συχνό είδος που εμφανίζεται στην Ελλάδα, να είναι η Leishmania donovani infantum.
 

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ, ΜΕΤΑΔΟΣΗ, ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ
Η Leishmania infantum εμφανίζεται με την αμαστιγοφόρο μορφή στους σπονδυλωτούς ξενιστές και με την προμαστιγοφόρο μορφή στις σκνίπες (Phlebotomus). Οι σκνίπες προσλαμβάνουν την αμαστιγοφόρο μορφή από τα μακροφάγα του περιφερικού αίματος του μολυσμένου ξενιστή και την μετατρέπουν σε προμαστιγοφόρο μέσα στο έντερό τους. Η προμαστιγοφόρος μορφή μεταναστεύει στα στοματικά μόρια και στο επόμενο γεύμα μολύνει τα μακροφάγα του ξενιστή.
Η μετάδοση της νόσου γίνεται είτε από νύγματα μολυσμένων φλεβοτόμων ή από μετάγγιση μολυσμένου αίματος.
Ο σκύλος συγκεκριμένα αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο κρίκο του παρασίτου.  Ωστόσο, η παθογένεια της νόσου δεν είναι ίδια σε όλους τους σκύλους,  καθώς η ανοσολογική κατάσταση του κάθε σκύλου  προσδιορίζει το εάν θα εκδηλώσει  την κλινική νόσο. Τα ζώα που αναπτύσουν ισχυρή κυτταρική ανοσία (τύπου Th 1), δεν εμφανίζουν την κλινική νόσο και απαλλάσσονται από το παράσιτο.  Αντίθετα, σε ζώα με ασθενέστερη κυτταρική ανοσία το παράσιτο μπορεί και πολλαπλασιάζεται στα μακροφάγα και διασπείρεται στα όργανα στόχους.  Ακόμη, τα ζώα αυτά αναπτύσουν ισχυρή χυμική ανοσία (τύπου Th 2) η οποία δεν βοηθά στην εξόντωση του παρασίτου, αλλά αντίθετα προκαλεί βλάβες σε διάφορα όργανα του σώματος.

 

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η Λεϊσμανίωση στο σκύλο αποτελεί μία πολυσυστηματική νόσο. Περίπου 90% των προσβεβλημένων σκύλων παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα συνήθως πριν το 5ο έτος της ηλικίας τους. Η περίοδος επώασης διαρκεί από μερικούς μήνες, έως 3-4 έτη. Ο ασθενής σκύλος εμφανίζει πυρετό, απώλεια σωματικού βάρους και γενικευμένη μυική ατροφία (ιδιαίτερα των κροταφιτών μυών), παρά την φυσιολογική όρεξη. Επίσης ενδέχεται να εμφανίσει εμέτους και διάρροια, ηπατομεγαλία, σπληνομεγαλία, γενικευμένη λεμφογαγγλιομεγαλία και ωχρούς βλεννογόνους. Όσον αφορά τις δερματικές αλλοιώσεις, οι πιο συχνές είναι η αποφολιδωτική δερματίτιδα, η υπερκεράτωση των πελματικών φυμάτων και του ακρορρινίου, η ονυχογρύπωση και τα δερματικά έλκη, κυρίως στα σημεία των οστέϊνων προεξοχών, στα βλεννογονοδερματικά όρια, στα πτερύγια των αυτιών και τα πέλματα. Άλλα συμπτώματα που ενδέχεται να εμφανιστούν είναι η επίσταξη, η ουδετεροφιλική πολυαρθρίτιδα, η σπειραματονεφρίτιδα και η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
Όσον αφορά τους οφθαλμούς, τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι απλή, κοκκιωματώδης, ή φυσσαλιδώδης βλεφαρίτιδα (προσομοιάζει με πεμφιγοειδής), επιπεφυκίτιδα, επισκληρίτιδα, επισκληρο-κερατο-επιπεφυκίτιδα, ξηρά κερατο-επιπεφυκίτιδα, επιφανειακή ή βαθειά κερατίτιδα, πρόσθια ραγοειδίτιδα και δευτεροπαθές γλαύκωμα.

 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση της Λεϊσμανίωσης στηρίζεται  στην κλινική εικόνα, τα εργαστηριακά ευρήματα, την άμεση ανίχνευση του παρασίτου, τις  ορολογικές δοκιμές και τις μοριακές τεχνικές με PCR. Στα εργαστηριακά ευρήματα περιλαμβάνονται η θροκυτταροπενία, η αναιμία, η λεμφοπενία και η λευκοκυττάρωση. Επίσης αυξάνονται οι ολικές πρωτεΐνες, ενδέχεται να εμφανίσθει υπολευκωματιναιμία, πρωτεϊνουρία, αζωθαιμία, αύξηση των ηπατικών ενζύμων και θετική η δοκιμή αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ANA Test). Η άμεση ανίχνευση των αμαστιγοφόρων μορφών του παρασίτου από κυτταρολογικά επιχρίσματα από λεμφογάγγλια, μυελό των οστών, σπλήνα και δερματικές αλλοιώσεις, επιβεβαιώνει την διάγνωση. Ωστόσο, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη της νόσου, καθώς ακόμη και σε σκύλους με πλήρη κλινική νόσο ενδέχεται να υπάρχει μικρός αριθμός ανιχνεύσιμων παρασίτων. Όσον αφορά τις ορολογικές μεθόδους, αποτελούν τις πιο συχνές εξετάσεις για διάγνωση της νόσου στην κλινική πράξη. Οι εξετάσεις αυτές ανιχνεύουν ειδικά αντισώματα (IgG) για την νόσο και προσδιορίζουν τον τίτλο αντισωμάτων. Ο τίτλος εμφανίζεται 2-4 βδομάδες μετά την μόλυνση και υποχωρεί 1-3 μήνες μετα την θεραπεία. Ο υψηλός τίτλος αντισωμάτων είναι ενδεικτικός υψηλού παρασιτικού φορτίου. Οι εξετάσεις αυτές αν και είναι εύκολες και οικονομικές, στην κλινική πράξη ενδέχεται να δώσουν ψευδώς αρνητικά ή ψευδώς θετικά (λόγω διασταυρούμενης αντίδρασης με τρυπανοσωμίαση). Επίσης προκαλούν διαγνωστική σύγχυση  σε περιπτώσεις με χαμηλό τίτλο αντισωμάτων. Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται και στην κλινική πράξη μοριακές τεχνικές, όπως η Real-time PCR. H Real-time PCR μας δίνει την δυνατότητα να προσδιορίσουμε ποσοτικά το παρασιτικό φορτίο, το οποίο διευκολύνει την διάγνωση καθώς και την παρακολούθηση της μετέπειτα θεραπείας.
 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Οι θεραπείες που εφαρμόζονται στην κλινική πράξη περιλαμβάνουν  την χορήγηση αντιμονιούχου μεγλουμίνης (Glucantime) ή μιλτεφοσίνης (Milteforan), επί 28 ημέρες και δομπεριδόνης (ενίσχυση κυτταρικής ανοσίας) ή αλλοπουρινόλης για αρκετούς μήνες. Επίσης, ο σκύλος πρέπει να ελέγχεται με βιοχημικές εξετάσεις κατά την διάρκεια της θεραπείας, λόγω των παρενεργειών που ενδέχεται να εμφανιστούν. Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν με την θεραπεία, αλλά η παρασιτική ίαση είναι σπάνια. Ακόμη και μετά από μία επιτυχημένη θεραπεία δεν αποκλείεται η επαναμόλυνση του σκύλου καθώς δεν υπάρχει ενεργητική ανοσία.
 

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Η πρόληψη της Λεϊσμανίωσης στηρίζεται στην προστασία των σκύλων, ιδιαίτερα τις βραδυνές ώρες όπου δραστηροποιούνται  οι φλεβοτόμοι, με εντομοαπωθητικες ουσίες όπως η citronella, με περιλαίμια δελταμεθρίνης, με spray ή spot-on περμεθρίνης. Ακόμη, υπάρχει η δυνατότητα ετήσιου εμβολιασμού με νεκρό αντιλεϊσμανιακό εμβόλιο (Canileish, Virbac), το οποίο μειώνει την εμφάνιση της κλινικής μορφής της νόσου. Όσον αφορά την δημόσια υγεία,  η άμεση επαφή με μολυσμένους σκύλους δεν ενέχει κίνδυνο μετάδοσης της Λεϊσμανίωσης στον άνθρωπο.  Η μετάδοση στον άνθρωπο μπορεί να γίνει μόνο μετά από νύγμα μολυσμένου φλεβοτόμου. Σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία όσα ζώα έχουν Λεϊσμανίωση πρέπει να θανατώνονται, καθώς αποτελεί ζωοανθρωπονόσο.  Βέβαια, στην Ελλάδα τα είδη φλεβοτόμων που μεταδίδουν την Λεϊσμανίωση ενδέχεται να εμφανίζουν ειδικότητα ξενιστή.

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

PHLEBOTOMUS ΣΚΝΙΠΑ

LEISHMANIA INFANTUM

Η ΕΡΛΙΧΙΩΣΗ

Η  Ερλιχίωση αποτελεί νόσο που ενδημεί στα τροπικά και εύκρατα κλίματα και προσβάλει τα κυνοειδή. Η νόσος εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές, τη μονοκυτταρική, την κοκκιοκυτταρική και την κυκλική θρομβοκυτταροπενία. Παρακάτω θα αναφερθεί η μονοκυτταρική, η οποία είναι και η πιο συχνή στη χώρα μας.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Η μονοκυτταρική ερλιχίωση προκαλείται από ένα υποχρεωτικό ενδοκυτταρικό (GRAM -) βακτήριο που ονομάζεται Ehrlichia canis. Η μετάδοση του μικροοργανισμού γίνεται με το σάλιο προσκολλημένων  κροτώνων (τσιμπούρια) του γένους Rhipicephalus,  που μολύνονται όταν μυζούν αίμα από σκύλους φορείς, μπορεί να γίνει όμως και με τη μετάγγιση μολυσμένου αίματος. Οι Ερλίχιες εισέρχονται στα μονοκύτταρα, όπου και πολλαπλασιάζονται.

ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η παθογένεια της νόσου χωρίζεται σε τρεις φάσεις, την οξεία, την υποκλινική και την χρόνια. Η οξεία φάση της νόσου εμφανίζεται 8-20 μέρες από τον ενοφθαλμισμό της ερλίχιας και διαρκεί 2 -4 εβδομάδες. Στην φάση αυτή ο σκύλος εμφανίζει πυρετό, ανορεξία, κατάπτωση, περιφερική λεμφαδενοπάθεια, σπληνομεγαλία, πετέχειες και εκχυμώσεις. Τα συμπτώματα στην οξεία φάση ποικίλουν και ενδέχεται να είναι ήπια και να περάσουν απαρατήρητα. Στα εργαστηριακά ευρήματα παρατηρείται θρομβοκυτταροπενία, λευκοπενία, αναιμία, καθώς και αύξηση των ηπατικών ενζύμων. Όσον αφορά τη φάση αυτή, οι ορολογικές εξετάσεις (τίτλος αντισωμάτων) δεν είναι αξιόπιστες, καθώς τα αντισώματα της νόσου εμφανίζονται 2-4 εβδομάδες από την μόλυνση. Η υποκλινική φάση διαρκεί από μήνες έως 5 χρόνια. Τα συμπτώματα της νόσου υποχωρούν και παραμένει συνήθως μόνο η θρομβοκυτταροπενία. Αν η νόσος δεν αντιμετωπιστεί, ενδέχεται να περάσει στη χρόνια φάση, με συμπτώματα όπως απώλεια σωματικού βάρους, πυρετό, αιμορραγική διάθεση, ωχρότητα βλεννογόνων, περιφερική λεμφαδενοπάθεια, ηπατομεγαλία. Εργαστηριακά παρατηρείται θρομβοκυτταροπενία, παγκυτταροπενία (προσβολή του μυελού των οστών), μη αναγεννητική αναιμία, υπερ-σφαριναιμία και πρωτεϊνουρία. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στις φυλές German Shepherd και Doberman, οι οποίες στη χρόνια φάση παρουσιάζουν βαριά κλινική εικόνα.

ΟΦΘΑΛΜΙΚΗ ΕΝΤΟΠΙΣΗ
Ένα ποσοστό 10-15% των περιστατικών παρουσιάζει οφθαλμικά συμπτώματα, τα οποία παρότι διαφέρουν σε σοβαρότητα και δεν προκύπτουν πάντοτε, θεωρούνται συχνό εύρημα της νόσου. Στο σύνολο των περιστατικών που έχουν ραγοειδίτιδα οφειλόμενη σε λοιμώδη νοσήματα, η Ερλιχίωση αποτελεί τη συχνώτερη αιτιολογία, σύμφωνα με δημοσιεύσεις και σε συνάρτηση με τη γεωγραφική εντόπιση. Σύμφωνα με άλλες μελέτες, το ένα τρίτο των περιστατικών Ερλιχίωσης έχει οφθαλμικά συμπτώματα και καθόλου συστηματικά.
 

Τα συμπτώματα οφείλονται στην αγγειΐτιδα και τη θρομβοκυτταροπενία και περιλαμβάνουν υπεραιμία του σκληρού χιτώνα και του επιπεφυκότα, αιμορραγική πρόσθια ραγοειδίτιδα, συνέχειες, κερατοειδικά ιζήματα, υπόπυον, υποτονία, ύφαιμα, ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη οπίσθια, ή γενικευμένη ραγοειδίτιδα, χοριο-αμφιβληστροειδίτιδα, αιμορραγίες του αμφιβληστροειδή, αποκόλληση και νευρίτιδα του οπτικού νεύρου. Πολύ συχνά προκύπτει δευτεροπαθές γλαύκωμα και τύφλωση, ως συνέπεια των ενδοφθάλμιων αιμορραγιών.
 

Τα οφθαλμικά συμπτώματα μπορεί να είναι αρκετά σοβαρά και πρέπει ν’αντιμετωπίζονται συγκεκριμένα με τοπική αγωγή, όσον αφορά την πρόσθια ραγοειδίτιδα και συστηματική αγωγή όταν συνυπάρχει οπίσθια ή και γενικευμένη ραγοειδίτιδα, χοριο-αμφιβληστροειδίτιδα ή νευρίτιδα του οπτικού νεύρου. Η θεραπεία των ματιών γίνεται απαραίτητα και παράλληλα με την συγκεκριμένη αντιβιοτική θεραπεία της Ερλιχίωσης από το στόμα.
 

Η υποτροπή των οφθαλμικών συμπτωμάτων για λόγους καθαρά ανοσολογικούς, μετά το πέρας της θεραπείας, δεν είναι καθόλου σπάνια, οπότε και η πρόγνωση είναι επιφυλακτική.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση της μονοκυτταρικής Ερλιχίωσης βασίζεται στην κλινική εικόνα, στα εργαστηριακά ευρήματα και επιβεβαιώνεται με ειδικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις αυτές περιλαμβάνουν την κυτταρολογική εξέταση (πλακάκι αίματος), τις ορολογικές εξετάσεις (IFA,ELISA)  και την PCR (polymerase chain reaction). Στην κλινική πράξη προηγούνται  οι ορολογικές εξετάσεις για να διαπιστώσουμε αν ο σκύλος έχει εκτεθεί στον παθογόνο παράγοντα. Όταν προκύπτουν θετικές ο σκύλος υποβάλλεται σε αντιμικροβιακή θεραπεία. Οι ορολογικές εξετάσεις μετρούν τον τίτλο των αντισωμάτων. Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμα και μετά από μία επιτυχημένη θεραπεία ο τίτλος ενδέχεται να είναι θετικός  για 9 -12 μήνες και άρα, το ερώτημα που προκύπτει είναι πότε έχει αποθεραπευτεί ο ασθενής. Τη λύση  σ’ αυτή τη σύγχυση δίνει η PCR η οποία ανιχνεύει το DNA του μικροοργανισμού. Η PCR γίνεται 2-3 εβδομάδες μετά το πέρας της θεραπείας για να επιβεβαιωθεί η πλήρης ίαση του ζώου, με μεγάλο ποσσοστό αξιοπιστίας και 100% εάν επαναληφθεί και 3 μήνες μετά.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Θεραπεία εκλογής θεωρείται η χορήγηση δοξυκυκλίνης από το στόμα επί 28 ημέρες. Επίσης υποστηρικτικά μπορεί να χορηγηθούν γλυκοκορτικοειδή για την αντιμετώπιση ανοσολογικών επιπλοκών.

ΠΡΟΛΗΨΗ

Η πρόληψη περιλαμβάνει τη χρήση αποτελεσματικών εξωπαρασιτοκτόνων και τη θεραπεία των υποκλινικών φορέων.

ΕΡΛΙΧΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ΕΡΛΙΧΙΩΣΗ ΣΚΥΛΟΥ

ERLICHIA CANIS

RHIPICEPHALUS ΚΡΟΤΩΝ

ERLICHIA CANIS

ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ

Η τοξοπλάσμωση αποτελεί νόσημα το οποίο προκαλείται από  πρωτόζωο (παράσιτο), το Toxoplasma gondii. Το πρωτόζωο αυτό εντοπίζεται μόνον ενδοκυτταρικά και έχει παγκόσμια εξάπλωση. Η γάτα αποτελεί τον τελικό ξενιστή του παρασίτου αλλά τα περισσότερα θερμόαιμα ζώα, όπως ο άνθρωπος και ο σκύλος μπορούν να χρησιμεύσουν ως ενδιάμεσοι ξενιστές.

Η μετάδοση του παρασίτου μπορεί να γίνει με την κατανάλωση ιστικών κύστεων (κατανάλωση ωμού ή κακώς μαγειρεμένου κρέατος, ιδιαίτερα χοιρινού). Αυτός είναι και ο συχνότερος ο τρόπος μετάδοσης της τοξοπλάσμωσης στη γάτα. Ένας άλλος τρόπος μετάδοσης είναι η κατανάλωση ωοκύστεων που αποβάλλονται με τα κόπρανα της γάτας και ο οποίος αποτελεί την κυριότερη πηγή μόλυνσης των ενδιάμεσων ξενιστών. Τέλος,  αν η μόλυνση γίνει κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μέσω του πλακούντα (ενδομήτρια μόλυνση) μπορεί και να προκληθούν σοβαρές διαταραχές στο έμβρυο ή ακόμη και θάνατος.

Όσον αφορά την πρόληψη στη γάτα, πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση ωμού κρέατος, σπλάχνων και οστών και η πρόσβαση σε κάδους απορριμάτων που ενδέχεται να περιέχουν τέτοια υπολλείματα. Επίσης θα πρέπει να εμποδίζεται η περιπλάνηση των γατιών έξω από το σπίτι γιατί έτσι τους δίνεται η ευκαιρία να τρώνε διάφορα θηράματα (πτηνά, τρωκτικά, δηλ. ενδιάμεσους ξενιστές) ή άλλους μηχανικούς μεταφορείς των μολυνουσών ωοκύστεων (κατσαρίδες, μύγες κ.α).

Όσον αφορά την πρόληψη στον άνθρωπο, βασίζεται στην αποφυγή μόλυνσης με ώριμες ωοκύστες, που βρίσκονται στο περιβάλλον και κατανάλωσης κρέατος που δεν έχει ψηθεί καλά και περιέχει εγκυστομένες μορφές του πρωτοζώου. Δεν θα πρέπει ποτέ να καταναλώνεται κρέας που δεν είναι καλά μαγειρεμένο (το μαγείρεμα σε θερμοκρασία άνω των 60ο αδρανοποιεί το παράσιτο).

Η άμμος υγιεινής πρέπει να αλλάζει καθημερινά ώστε να απομακρύνονται οι ωοκύστεις, πριν περάσουν 24 ώρες και ωριμάσουν. Επίσης, θα πρέπει να αποφεύγεται η επαφή με την άμμο υγιεινής από έγκυες γυναίκες και άτομα με έντονη ανοσοανεπάρκεια.

Τα φρούτα και τα λαχανικά πρέπει να πλένονται επιμελώς πριν καταναλωθούν
, ώστε να απομακρύνεται η  σκόνη και το χώμα που ενδέχεται να περιέχουν ωοκύστες.
Τα σκάμματα με άμμο που βρίσκονται  σε παιδικές χαρές πρέπει να καλύπτονται όταν δεν χρησιμοποιούνται για μην αφοδεύουν οι γάτες.

Γενικά  η άμεση επαφή με μια γάτα δεν εγκυμονεί κινδύνο μόλυνσης για τον άνθρωπο, καθώς ο μόνος τρόπος μόλυνσης είναι η επαφή με ωοκύστες που αποβάλλονται με τα κόπρανα.
Λόγω των συνηθειών και αυτοπεριποιήσης των γατών είναι σχεδόν απίθανο να μολυνθεί ο άνθρωπος από την άμεση επαφή, δάγκωμα, γλύψιμο και μικροαμυχές.

Όσον αφορά τον προσδιορισμό αντισωμάτων σε κλινικά υγιείς γάτες δεν  έχει ιδιαίτερη αξία καθώς οι περισσότερες γάτες που διασπείρουν  τη νόσο είναι ορο-αρνητικές, καθώς χρειάζεται κάποιο χρονικό διάστημα ώστε να παραχθούν τα αντισώματα. Οι περισσότερες οροθετικές γάτες και αυτές που εμφανίζουν συμπτώματα τοξοπλάσμωσης έχουν σταματήσει να διασπείρουν ωοκύστες όταν εμφανίζουν θετικό τίτλο αντισωμάτων, ενώ σε περίπτωση επαναμόλυνσης αποβάλλουν είτε ελάχιστες ωοκύστες ή καθόλου.

Συμπερασματικά, όσον αφορά τον κίνδυνο μετάδοσης τοξοπλάσμωσης στον άνθρωπο από την γάτα, μεγαλύτερο κίνδυνο αποτελούν οι ορο-αρνητικές γάτες οι οποίες ενδέχεται να μολυνθούν (ζώντας και εκτός σπιτιού) και για ένα διάστημα 3 εβδομάδων μετά την μόλυνσή τους να αποβάλλουν ωοκύστεις.

Τα οφθαλμικά συμπτώματα της συστηματικής νόσου περιλαμβάνουν πρόσθια ραγοειδίτιδα, αμφιβληστροειδίτιδα (όπου και ανευρίσκεται το πρωτόζωο), χοριοειδίτιδα, εξοφθάλμια μυοσίτιδα, σκληρίτιδα και οπτική νευρίτιδα στο σκύλο, ενώ στη γάτα που είναι συχνώτερη η οφθαλμική νόσος, πρόσθια ραγοειδίτιδα και κοκκιωματώδης ή μη χοριο-αμφιβληστροειδίτιδα. Η οφθαλμική νόσος δεν συνοδεύεται απαραίτητα και από γενικώτερα συμπτώματα, ενδεικτικά συστηματικής νόσου, πιθανότατα δε και από θετικούς τίτλους αντισωμάτων.

Η τοξοπλάσμωση μπορεί να μην απαιτεί θεραπεία, ως νόσημα που μπορεί να αυτοπεριοριστεί, σε περίπτωση όμως συμπτωματολογίας, είτε συστηματικής, είτε οφθαλμικής συστήνεται θεραπεία.

ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ ΓΑΤΑΣ

ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ ΓΑΤΑΣ

ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ ΓΑΤΑΣ

ΒΥΘΟΣ ΓΑΤΑΣ ΜΕ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΑ

ΒΥΘΟΣ ΓΑΤΑΣ ΜΕ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΑ

ΩΟΚΥΣΤΕΙΣ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΑΤΟΣ

ΩΟΚΥΣΤΕΙΣ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΑΤΟΣ

bottom of page